Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σερσέμικος — η, ο, Ν [σερσέμης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σερσέμη … Dictionary of Greek